- παραδόσιμος
- -η, -ο / παραδόσιμος, -ον, ΝΑ [παράδοσις]αυτός τον οποίο μπορεί ή πρέπει να παραδώσει κάποιος («παραδόσιμος φήμη», Πολ.)αρχ.1. πατροπαράδοτος2. αναμνηστικός («παραδόσιμος στήλη», Πολ.)3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραδόσιμαοι κατάλογοι τής απογραφής τής περιουσίας.
Dictionary of Greek. 2013.