παραδόσιμος

παραδόσιμος
-η, -ο / παραδόσιμος, -ον, ΝΑ [παράδοσις]
αυτός τον οποίο μπορεί ή πρέπει να παραδώσει κάποιος («παραδόσιμος φήμη», Πολ.)
αρχ.
1. πατροπαράδοτος
2. αναμνηστικός («παραδόσιμος στήλη», Πολ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παραδόσιμα
οι κατάλογοι τής απογραφής τής περιουσίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραδόσιμος — handed down masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδόσιμον — παραδόσιμος handed down masc/fem acc sg παραδόσιμος handed down neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοσίμου — παραδόσιμος handed down masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”